- ἀναληπτήρ
- ἀνα-ληπτήρ, Schöpfeimer; auch ἀναλαμπτήρ, geschrieben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αναληπτήρ — ἀναληπτήρ ( ήρος), ο (Α) [ἀναλαμβάνω] 1. κουβάς για την άντληση τού νερού από πηγάδι ή δεξαμενή 2. κούπα, κύπελλο ή λεκάνη … Dictionary of Greek
ἀναληπτῆρας — ἀναληπτήρ bucket masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… … Dictionary of Greek